- επίνοστος
- ἐπίνοστος, -ον (Α)αυτός που γίνεται για τον νόστο, για την επιστροφή («ᾠδὴ ἐπίνοστος», Ησύχ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίνοστος — for a return masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόστος — ο (Α νόστος) επιστροφή ξενιτεμένου στην πατρίδα, παλινόστηση («Ὀδυσσεὺς ὤλεσε τηλοῡ νόστον Ἀχαιΐδος», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (γενικά) επάνοδος 2. ταξίδι, πλους 3. (για σιτάρι) σοδειά, συγκομιδή 4. (για φαγητό) νοστιμιά 5. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νόστοι… … Dictionary of Greek